σκαμ(ν)ιά

σκαμ(ν)ιά
η, Ν
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συκαμινέα, με συγκοπή τών -υ- και -ι- και συνίζηση τού -εα- (πρβλ. ελαία: ελιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… …   Dictionary of Greek

  • σκαμάγγι — το, Ν μπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ άκιον, ενώ, κατ άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”